ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ & ΚΟΣΤΟΣ

Μύθος #9

H ενεργειακή μετάβαση είναι ακριβή και υπεύθυνη για τις ανατιμήσεις στο ρεύμα.

Γιατί αυξήθηκε το ρεύµα κατά την κρίση του 2021-23.

 

Εκείνο που καθορίζει πόσο πληρώνουν τελικά το ηλεκτρικό ρεύµα οι καταναλωτές είναι το µέσο κόστος παραγωγής του. Αυτό εξαρτάται από το κόστος της κάθε τεχνολογίας ηλεκτροπαραγωγής και από το µερίδιό της στο συνολικό µείγµα παραγωγής. Για αυτό, όσο θα αυξάνεται το µερίδιο των φθηνών ανανεώσιµων πηγών, τόσο θα µειώνεται το µέσο κόστος (βλ. Μύθο 03).

 

Όµως, οι ακριβές τεχνολογίες ορυκτών καυσίµων –και ειδικά το φυσικό αέριο – κατέχουν ακόµα ικανό µερίδιο στην ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα1. Για αυτό, η αύξηση του κόστους των ορυκτών καυσίµων και κυρίως του φυσικού αερίου οδήγησε σε αύξηση το µέσο κόστος παραγωγής ρεύµατος στη χώρα µας. O πόλεµος στην Ουκρανία οδήγησε σε ακόµα µεγαλύτερες αυξήσεις στο φυσικό αέριο, η τιµή του οποίου έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα µετά τα µέσα του 2022. Ο λιγνίτης ήταν ήδη και παραµένει ακριβός.

 

Διαχρονικά, η τιµή του φυσικού αερίου χαρακτηρίζεται από µεγάλες διακυµάνσεις2 που εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, όπως η προσφορά και η ζήτηση, οι χρηµατιστηριακές µεταβολές, το κόστος εξόρυξης και µεταφοράς, και οι γεωπολιτικές ισορροπίες. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες είναι αστάθµητοι και απρόβλεπτοι. Εποµένως, αν και η τιµή του αερίου επανήλθε σε πιο λογικά επίπεδα µέσα στο 2023, όσο παραµένουµε προσκολληµένοι στα ορυκτά καύσιµα, είµαστε εκτεθειµένοι σε αντίστοιχες κρίσεις στο µέλλον.

Η αιολική ενέργεια στην Ελλάδα δηµιουργεί διπλό οικονοµικό όφελος στους καταναλωτές:

 

Πρώτο όφελος – Άµεσο όφελος στους καταναλωτές λόγω χαµηλού κόστους

 

Το κόστος για τον καταναλωτή από τα νέα αιολικά πάρκα έφθασε να είναι 5,5-7,5 φορές χαµηλότερο από το κόστος ηλεκτρισµού από φυσικό αέριο και 3,5 φορές χαµηλότερο από λιγνίτη κατά την περίοδο 2022-20234 και παραµένει σταθερά χαµηλότερο. Αυτή η διαφορά διατηρήθηκε κυµαινόµενη καθόλη της διάρκεια της κρίσης και παραµένει ακόµα και σήµερα, έστω και µικρότερη. Δηµιουργείται έτσι µια σηµαντική οικονοµική διαφορά5 µεταξύ:

  • Της τιµής στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (δηλ. στο χρηµατιστήριο ενέργειας) που βάρυνε τους καταναλωτές και η οποία είναι υψηλή εξαιτίας του φυσικού αερίου.
  • Του σταθερά χαµηλού κόστους της αιολικής ενέργειας.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η διαφορά αυτή επέτρεψε στην Κυβέρνηση να µεταφέρει πόρους στο Ταµείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) από το οποίο επιδοτούσε τους λογαριασµούς. Δηλαδή η «Πίστωση ΤΕΜ» στους λογαριασµούς µας υπήρξε σε µεγάλο βαθµό χάρη στα αιολικά πάρκα6.

 

Για αυτό τα αιολικά πάρκα δεν επωφελούνται από τις υψηλές τιµές στη χρηµατιστηριακή αγορά και δεν έχουν υπερκέρδη. Ειδικότερα, η µέση τιµή αµοιβής της ενέργειας που παράγεται από τα υφιστάµενα αιολικά πάρκα που λειτουργούν στο εθνικό διασυνδεδεµένο σύστηµα της Ελλάδας (Ιούνιος 2023) είναι περίπου 92 €/MWh7. Από νέα αιολικά πάρκα είναι 58 €/MWh.

Το διπλό όφελος σε µία εικόνα

 

Το infographic παρουσιάζει γραφικά το διπλό οικονοµικό όφελος για τον καταναλωτή.

 

Η σκούρα καφέ-κόκκινη γραµµή δείχνει την τιµή που θα υπήρχε στην αγορά ηλεκτρισµού κάθε µήνα του 2021, αν δεν υπήρχαν οι ΑΠΕ που έχουµε. Αυτή θα πλήρωνε ο καταναλωτής χωρίς στις ΑΠΕ. Η ροζ-κόκκινη γραµµή δείχνει τη χαµηλότερη (αλλά και πάλι υψηλή) τιµή που διαµορφώθηκε στην πραγµατικότητα κάθε µήνα το 2021. Φαίνεται πώς έχει αυξηθεί µετά το καλοκαίρι του 2021. Η διαφορά των δυο αυτών γραµµών είναι τα 2,5 δισ. που εξοικονόµησαν οι καταναλωτές το 2021 χάρη στις ΑΠΕ.

 

Η γαλάζια-µπλε οριζόντια γραµµή δείχνει το κόστος παραγωγής ρεύµατος από τα νέα αιολικά πάρκα. Δηλαδή, ενώ οι καταναλωτές πληρώνουν την υψηλή ροζ τιµή, τα αιολικά αµείβονται µε τη χαµηλή µπλε τιµή. Αυτή η διαφορά έγινε επιδότηση στους λογαριασµούς µέσω του ΤΕΜ κατά τη διάρκεια της κρίσης (πρώτο όφελος).

Αλήθεια

Οι ανατιµήσεις οφείλονται στην εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιµα. Περισσότερη αιολική ενέργεια σηµαίνει χαµηλότερο κόστος ρεύµατος για τους καταναλωτές.

Η κρίση του 2021-2023 σηµαδεύτηκε και από ένα δεύτερο φαινόµενο. Η αναστάτωση από την αβεβαιότητα για τη διαθεσιµότητα του αερίου και η εκτόξευση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο συµπαρέσυραν και την τιµή του ηλεκτρισµού στη χονδρική αγορά.

 

Αυτή είναι η τιµή που διαµορφώνεται στο Χρηµατιστήριο Ενέργειας από την ακριβότερη κάθε στιγµή µονάδα παραγωγής (οριακή µονάδα) και υπόκειται επιπλέον σε χρηµατιστηριακού τύπου µεταβολές και ρίσκα.

 

Για παράδειγµα, τον Σεπτέµβριο του 2022, η τιµή αυτή ήταν 417 €/MWh. Έναν χρόνο πριν, τον Σεπτέµβριο του 2021, ήταν 135 €/MWh, ενώ στις αρχές του 2021 ήταν περίπου 50 €/MWh. Κατά το δεύτερο εξάµηνο του 2023, κινήθηκε περίπου στα 105 €/MWh3. Η αυξηµένη αυτή τιµή της χονδρικής περνούσε καταρχάς στους λογαριασµούς των καταναλωτών, µε αποτέλεσµα τη µεγάλη αύξησή τους. Για τον λόγο αυτόν, κρίθηκε ότι έπρεπε να υπάρξει παρέµβαση προκειµένου τα τιµολόγια να παραµείνουν κοντά στο µέσο κόστος (το οποίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε και αυτό αυξηθεί, αλλά σε µικρότερο ποσοστό χάρη στη συµµετοχή και της αιολικής ενέργειας σε αυτό, που ήταν και παρέµεινε σταθερή και φθηνή).

Ποια είναι η λύση

 

Η µόνιµη λύση και για τα δύο αυτά φαινόµενα που αναδύθηκαν κατά την κρίση είναι η αιολική, και οι ανανεώσιµες πηγές ενέργειας γενικότερα, διότι:

  • Παράγουν τον πιο φθηνό ηλεκτρισµό και άρα µειώνουν το συνολικό µέσο κόστος παραγωγής.
  • Δεν είναι εκτεθειµένες στις διεθνείς διακυµάνσεις των τιµών των καυσίµων και παράγουν µε σταθερό κόστος, γεγονός που επιτρέπει να «κλειδώνουν» σταθερές τιµές για τον καταναλωτή και να τον προστατεύουν έτσι από τις διακυµάνσεις στα χρηµατιστήρια ενέργειας.

Τα αιολικά πάρκα όχι μόνο παράγουν πολύ πιο φθηνά από την τιμή στη χονδρική αγορά, αλλά ταυτόχρονα –μαζί και με τις άλλες ανανεώσιμες– μειώνουν αυτή την τιμή.

O άνεμος και ο ήλιος είναι δωρεάν και έτσι οι ανανεώσιμες οδηγούν κάθε ώρα σε σβήσιμο τις ακριβότερες συμβατικές μονάδες παραγωγής.

Με τον τρόπο αυτό, χάρη στα αιολικά πάρκα επιδοτήθηκαν οι καταναλωτές από την αρχή της κρίσης µε σχεδόν 4 δισ. ευρώ µέσω του ΤΕΜ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 46% των συνολικών επιδοτήσεων που έχουν δοθεί στους καταναλωτές8.

 

Δεύτερο όφελος – Πρόσθετο όφελος για τους καταναλωτές λόγω µείωσης της χρηµατιστηριακής τιµής

 

Τα αιολικά πάρκα όχι µόνο παράγουν πολύ πιο φθηνά από την τιµή στη χονδρική αγορά, αλλά ταυτόχρονα–µαζί και µε τις άλλες ανανεώσιµες–µειώνουν αυτή την τιµή.

 

Έτσι ο καταναλωτής πληρώνει λιγότερο για το συνολικό του ρεύµα. Αυτό συµβαίνει διότι ο άνεµος και ο ήλιος είναι δωρεάν και έτσι οι ανανεώσιµες οδηγούν κάθε ώρα σε σβήσιµο τις ακριβότερες συµβατικές µονάδες παραγωγής.

 

Για το 2021, το συνολικό όφελος που πρόσφεραν τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά στους καταναλωτές µε αυτό τον τρόπο ήταν 2,5 δισ. Ευρώ9.

Η ενεργειακή µετάβαση πρέπει να επιταχυνθεί

 

«Aν είχαµε την Πράσινη Συµφωνία (Green Deal) 5 χρόνια νωρίτερα, δεν θα ήµασταν σε αυτή τη θέση, γιατί τότε θα είχαµε λιγότερη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιµα, από το φυσικό αέριο» διαπίστωσε ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Σεπτέµβριο 2021, στην έναρξη της κρίσης. Ανάλογες διαπιστώσεις έκαναν οι µεγαλύτερες ενεργειακές εταιρείες, ο IEA και άλλοι 10.